-
1 ἐκτυπόω
A model or work in relief, :—[voice] Pass.,οἱ ἐν στήλαις ἐκτετυπωμένοι Pl.Smp. 193a
, cf. Ti. 50d; οἱ ἐκτυπωθέντες these who are formed on this model, Isoc. 13.18; to be shaped,ἐν τῇ διεξόδῳ Hp.Prorrh.2.4
;εἰς τὸν Πρίαπον Porph.
ap. Eus.PE3.11; of the foetus, Agath.4.25.II metaph. in [voice] Med., ἐκτυποῦσθαί τι εἰς ὕδωρ, etc., form an image of a thing in.., Pl.Tht. 206d, cf. Lg. 775d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτυπόω
-
2 καταγραφή
καταγρᾰφ-ή, ἡ,A drawing, delineation,τῆς σφαίρας D.S.3.60
; drawing of maps, Ptol.Geog.1.2.5; ποιεῖσθαι τὴν τῆς οἰκουμένης κ. ib.1.4; of the celestial globe, Gem.5.45; diagram, figure, Ael.Tact.18.1, Simp.in Cael. 652.10.II list, register,ὀνομάτων Plu.2.492b
(pl.); esp. roll of soldiers, in pl., Plb.2.24.10, D.H.4.19; ἡ τῶν συνέδρων κ. the roll of the Senate, D.S.20.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγραφή
См. также в других словарях:
καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… … Dictionary of Greek